ταπεινός

ταπεινός
-ή, -ό / ταπεινός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ)
2. (με αρνητική σημ.) α) πρόστυχος, ποταπός
β) δουλοπρεπής
3. (για πρόσ.) άθυμος, κατηφής, σκυθρωπός (α. «κλιτός πολλά και ταπεινός, χλομός και μαραμένος», Ερωτόκρ.
β. «σκυθρωποὺς καὶ ταπεινοὺς περιϊόντας», Ξεν.)
4. (με τοπ. σημ.) χαμηλός (α. «δεν είναι χόρτο ταπεινό, χαμόδεντρο δεν είναι», Σολωμ.
β. «νῆσοι... πολλαὶ μὲν τὸ πλῆθος, μικραὶ δὲ τοῑς μεγέθεσι καὶ ταπειναί», Διόδ.)
5. άθλιος, δύστυχος
νεοελλ.
φρ. «έχει ταπεινή καταγωγή» — προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα
νεοελλ.-μσν.
φτωχός («οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι»)
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταπεινόν
α) φτώχεια
β) ευτέλεια ψυχής, ποταπότητα
2. (η κλητ. τού αρσ. ως προσφώνηση) ταπεινέ!
καλέ μου φίλε
μσν.-αρχ.
(για λεκτικό ύφος) εξαιρετικά λιτός
αρχ.
1. (σχετικά με ανάστημα ή μέγεθος) κοντός, μικρός («τὸ δὲ σῶμα... μήτε... ὑψηλὸς ἄγαν ἔστω καὶ πέρα τοῡ μετρίου ἐπιμήκης μήτε ταπεινὸς καὶ ναννώδης τὴν φύσιν», Λουκιαν.)
2. (σχετικά με ποσότητα) λίγος
3. (για ποταμό) αβαθής, ρηχός
4. (για αστέρα) α) αυτός που βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα
β) (γενικά) αυτός που βρίσκεται κοντά στη γη
5. (για πρόσ.) αυτός που υπέστη ταπείνωση τής δύναμης ή τής περηφάνιας του
6. υποταγμένος, πειθήνιος («ἐνδεεστέροις γὰρ οὖσι ταπεινοτέροις αὐτοῑς οἴονται χρήσθαι», Ξεν.)
7. ανόητος («αἱ τῶν ἀσυνέτων καὶ ταπεινῶν ἀνθρώπων ψυχαί», Γαλ.)
8. ο ταπεινής καταγωγής, αυτός που προέρχεται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα («καθεῑλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς», ΚΔ)
9. (για πράγματα) α) ανάξιος λόγου, ασήμαντος
β) μικρός και αδύναμος («ταῑς μὲν ταπειναῑς τῶν πόλεων προσήκειν... ζητεῑν τὴν σωτηρίαν», Ισοκρ.)
10. φρ. «ταπεινοὶ ἕζοντο» — κάθονταν συμμαζεμένοι, ζαρωμένοι (Ευρ.).
επίρρ...
ταπεινώς / ταπεινῶς ΝΜΑ, και ταπεινά Ν
με δουλοπρέπεια
νεοελλ.
με μετριοφροσύνη, με ταπεινοφροσύνη («...σιγανά και ταπεινά», δημ. τραγούδι)
αρχ.
σε κακή κατάσταση ή σε αφάνεια, ασημότητα (α. «ὑπ' ἀνδρὸς οὕτω ταπεινῶς πράξαντος», Ισοκρ.
β. «ταπεινῶς ζῆν», Φιλήμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ομοιότητα στο επίθημα με τα επίθ. αἰπεινός, ὀρεινός δεν φωτίζει σε τίποτε την ετυμολ. τής λέξης. Κατά μία άποψη, ωστόσο, το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο ουσ. *τάπος (πρβλ. ὄρος: ὀρεινός), το οποίο συνδέεται με το τοπωνύμιο Τέμπεα (βλ. λ. Τέμπη). Σύμφωνα με την προηγούμενη άποψη, τόσο το επίθ. ταπεινός όσο και το τοπωνύμιο Τέμπη είχαν αρχική σημ. «κοίλος, βαθουλός». Απίθανη, τέλος, θεωρείται η σύνδεση τών τ. με το λατ. tempus «χρόνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταπεινός — low masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινός — ή, ό επίρρ. ά 1. (για τόπους), χαμηλός. 2. σεμνός, μετριόφρονας: Ταπεινό ύφος. 3. πρόστυχος, τιποτένιος, δουλοπρεπής: Ταπεινή ψυχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταπεινά — ταπεινός low neut nom/voc/acc pl ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc/acc dual ταπεινά̱ , ταπεινός low fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινότερον — ταπεινός low adverbial comp ταπεινός low masc acc comp sg ταπεινός low neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτάτων — ταπεινός low fem gen superl pl ταπεινός low masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέραις — ταπεινός low fem dat comp pl ταπεινοτέρᾱͅς , ταπεινός low fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέρων — ταπεινός low fem gen comp pl ταπεινός low masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινοτέρως — ταπεινός low adverbial comp ταπεινός low masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινῶν — ταπεινός low fem gen pl ταπεινός low masc/neut gen pl ταπεινόω lower pres part act masc voc sg (doric aeolic) ταπεινόω lower pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ταπεινόω lower pres part act masc nom sg ταπεινόω lower pres inf act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταπεινόν — ταπεινός low masc acc sg ταπεινός low neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”